- παρανευρίζομαι
- παρανευρίζομαι,A to be ill strung,
χορδαὶ -νενευρισμέναι Arist.HA 581a20
,Pr.902b34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορδαὶ -νενευρισμέναι Arist.HA 581a20
,Pr.902b34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρανευρίζομαι — Α (για όργανο ή χορδή) κουρδίζομαι άσχημα («φωνή... ὁμοία φαινομένη ταῑς παρανενευρισμέναις καὶ τραχείαις χορδαῑς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νευρά «χορδή» + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek